Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σουράτα η [suráta] & σούρα 3 η [súra] Ο (άκλ.) : ειδική ονομασία των κεφαλαίων από τα οποία αποτελείται το Kοράνι: Οι σουράτα είναι καταταγμένες ανάλογα με την έκτασή τους, προηγούνται οι εκτενέστερες και ακολουθούν οι μικρότερες.
[λόγ. < αραβ. sūra, surat -α]