Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σουπιά η [supxá] Ο24 : 1. μαλάκιο της θάλασσας από τα κεφαλόποδα, με ατρακτοειδές σώμα, ένα εσωτερικό πορώδες κόκαλο και δέκα πλοκάμια (οχτώ μικρά ισομήκη και δύο μεγαλύτερα)· ξεφεύγει από εχθρό που την απειλεί, εκκρίνοντας και εκτοξεύοντας σκούρο μελανί υγρό: Tο μελάνι της σουπιάς. Σουπιές μαγειρευτές / τηγανητές. 2. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός προσώπου που ξεφεύγει από δυσκολίες με τρόπο πονηρό, δόλιο και ύπουλο: Σου είναι μια ~!
[μσν. σουπία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. σηπία ( [i > u] από επίδρ. του χειλ. [p] )]