Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σουμπρέτα η [subréta] Ο25 : το πρόσωπο της υπηρέτριας ή της ακόλουθης σε οπερέτα ή σε κωμωδία: Διακρίθηκε σε ρόλους σουμπρέτας.
[γαλλ. soubrett(e) -α ή μέσω του ιταλ. subretta]