Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σουμάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουμάρω [sumáro] -ομαι Ρ6 : (προφ.) προσθέτω διάφορα επί μέρους ποσά και εξάγω το τελικό άθροισμα· αθροίζω.

[σούμ(α) 1 -άρω ή βεν. sumar ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες