Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σουλτανάτο το [sultanáto] Ο39 : ηγεμονία, μικρό μουσουλμανικό κράτος του οποίου ο ηγεμόνας έχει τον τίτλο του σουλτάνου· (πρβ. εμιράτο).
[λόγ. σουλτάν(ος) -άτον μτφρδ. γαλλ. sultanat]