Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σουλτάνος ο [sultános] Ο18 θηλ. σουλτάνα [sultána] Ο25α : τίτλος τον οποίο κατείχαν ηγεμόνες διάφορων μουσουλμανικών κρατών της Aσίας και της Aφρικής (και ο απόλυτος μονάρχης της παλαιάς Tουρκίας). || (θηλ.) η μητέρα σουλτάνου (η «βαλιδέ σουλτάνα») ή η επίσημη σύζυγός του.
[μσν. σουλτάνος < αραβ. sultan -ος & μέσω του τουρκ. sultan· σουλτάν(ος) -α & λόγ. σημδ. Vâlide Sultan (από τα αραβ.)]