Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σουλατσάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουλατσάρω [sulatsáro] & σουλατσέρνω [sulatsérno] Ρ6α : περπατώ άσκοπα, κάνω βόλτες, κόβω βόλτες· βολτάρω: Σουλατσάριζαν ανέμελοι στην παραλία. Σουλατσάριζε νευρικά πάνω κάτω.

[ιταλ. sollazzar(e) `διασκεδάζω με ελαφρότητα΄ ( [o > u] από επίδρ. του [l] )· σουλατσ(άρω) μεταπλ. -έρνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες