Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σουλάτσο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουλάτσο το [sulátso] Ο39 : άσκοπο περπάτημα: Kάνω ~, περπατώ άσκο πα, σουλατσάρω.

[ιταλ. sollazzo `διασκέδαση΄ ( [o > u] από επίδρ. του [l] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες