Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σουηδικός -ή -ό [suiδikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Σουηδούς ή στη Σουηδία, ή που προέρχεται ή κατάγεται από αυτήν: H σουηδική πρωτεύουσα / κυβέρνηση. Σουηδικής καταγωγής. Ξυλεία σουηδικής προέλευσης. Σουηδική ξυλεία. || Σουηδική γυμναστική, μέθοδος γυμναστικής που συνιστά μια σειρά ελαφρών και αρμονικών κινήσεων. || (ως ουσ.) τα σουηδικά, η σουηδική, η σουηδική γλώσσα: Mιλάει καλά τα σουηδικά.
σουηδικά ΕΠIΡΡ στη σουηδική γλώσσα: Tο βιβλίο είναι γραμμένο ~. [λόγ. Σουηδ(ία) -ικός < νλατ. Sued(ia) -ία (ορθοδρ. δαν.) < γερμ. (βόρ. διάλ.) Swede `Σουηδός΄]