Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σουβλερός -ή -ό [suvlerós] Ε1 : που καταλήγει σε οξύ άκρο, που είναι σαν σουβλί· μυτερός: Σουβλερά δόντια. Σουβλερό εργαλείο. Σουβλερή άκρη. Σουβλερή μύτη.
[σουβλ(ί) -ερός]