Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σουβλί το [suvlí] Ο43 : εργαλείο του χεριού με οξύ άκρο, που το χρησιμοποιούμε για να ανοίγουμε τρύπες: Tο ~ του τσαγκάρη.
[μσν. σουβλί < σουβλίον υποκορ. του σούβλα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σουβλιά η [suvlá] Ο24 : α. τρύπημα με σουβλί. β. (μτφ., προφ.) οξύς και διαπεραστικός ξαφνικός πόνος: Έχω / νιώθω κάτι σουβλιές στη μέση.
[μσν. σουβλέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < σούβλ(α) ή σουβλ(ί) -έα > -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σουβλίζω [suvlízo] -ομαι Ρ2.1 : α. περνώ σφάγιο στη σούβλα και το ψήνω: ~ αρνί, το ψήνω στη σούβλα. β. (προφ., για πρόσ.) ανασκολοπίζω.
[μσν. σουβλίζω < σούβλ(α) -ίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σούβλισμα το [súvlizma] Ο49 : η ενέργεια του σουβλίζω. α. ψήσιμο σφαγίου στη σούβλα. β. ανασκολοπισμός.
[σουβλισ- (σουβλίζω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σουβλιστός -ή -ό [suvlistós] Ε1 : για κρέας που το έχουν ψήσει σε σούβλα· της σούβλας: Σουβλιστό γουρουνόπουλο. Σουβλιστό αρνί, οβελίας.
[σουβλισ- (σουβλίζω) -τός]