Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σουέτ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουέτ το [suét] Ο (άκλ.) : ειδικής κατεργασίας δέρμα ζώου (για ενδύματα, τσάντες κτλ.), με ελαφρώς χνουδωτή όψη. || (ως επίθ.): ~ τσάντα / παπούτσια / γάντια.

[λόγ. < γαλλ. suède < Suède (επειδή υποτίθεται πως προέρχεται από τη Σουηδία) [d > t] (;)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουετίνα η [suetína] Ο25α : απομίμηση δέρματος σουέτ, από συνθετικό υλικό.

[λόγ. < γαλλ. suedin(e) ( [d > t] κατά το σουέτ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες