Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σοσιαλδημοκρατικός -ή -ό [sosialδimokratikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο σοσιαλδημοκράτη ή στη σοσιαλδημοκρατία.
[λόγ. < γερμ. sozialdemokratisch < Sozialdemokrat = σοσιαλδημοκράτ(ης) -isch = -ικός]