Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σορός η [sorós] Ο34 : επίσημος χαρακτηρισμός ανθρώπινου πτώματος που προορίζεται για ενταφιασμό· λείψανο: H ~ του ποιητή θα εκτεθεί σε λαϊκό προσκύνημα.
[λόγ. < αρχ. σορός ἡ `φέρετρο΄]