Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σομαλικός -ή -ό [somalikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Σομαλία ή στους Σομαλούς ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Σομαλική κυβέρνηση / πρωτεύουσα.
[λόγ. Σομαλ(ία) -ικός < ιταλ. Somal(ia) -ία (από τη γλ. της περιοχής)]