Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σολίστ ο [solíst] Ο (άκλ.) & σολίστας ο [solístas] Ο3 θηλ. σολίστ [solíst] Ο (άκλ.) : ο διακεκριμένος μουσικός που ερμηνεύει ένα μουσικό κομμάτι ή ένα μέρος ενός μουσικού έργου μόνος, χωρίς να συνοδεύεται από άλλα όργανα: ~ στο πιάνο θα είναι ο Σγούρος. || ως χαρακτηρισμός δεξιοτέχνη μουσικού, διακεκριμένου στο όργανο που παίζει.
[λόγ. < γαλλ. soliste· ιταλ. solista -ς· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σολιστικός -ή -ό [solistikós] Ε1 : που αναφέρεται στο σολίστα: Tο σολιστικό μέρος απαιτεί μεγάλη δεξιοτεχνία.
[λόγ. σολίστ -ικός]