Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σολέα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σολέα η [soléa] Ο25 & σολέας ο [soléas] Ο3 : πλατύς αναβαθμός κατά μήκος του ιερού, ο χώρος ανάμεσα στο τέμπλο και στον άμβωνα.

[λόγ. < μσν. σολέα < λατ. soleas· λόγ. < λατ. soleas]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες