Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σοκολατής -ιά -ί
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σοκολατής -ιά -ί [sokolatís] Ε8 & σοκολατί [sokolatí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα της σοκολάτας, ένα πολύ βαθύ καφέ· σοκολατένιος2: Mια ζακέτα σοκολατί. || (ως ουσ.) το σοκολατί, το σοκολατί χρώμα.

[σοκολάτ(α) -ής· σοκολάτ(α) -ί 4]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες