Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σοκολατένιος -α -ο [sokolaténos] Ε4 : 1. που είναι κατασκευασμένος από σοκολάτα: Σοκολατένιο αυγό. 2. που έχει το χρώμα της σοκολάτας· σοκολατής: Σοκολατένιο δέρμα.
[σοκολάτ(α) -ένιος]