Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σοκολατάκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σοκολατάκι το [sokolatáki] Ο44α : είδος μικρού γλυκίσματος με βάση τη σοκολάτα: Ένα κουτί σοκολατάκια. Στη γιορτή τού πρόσφεραν λικέρ και ~.

[σοκολάτ(α) -άκι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες