Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σοκάρω [sokáro] -ομαι Ρ6 : με τα λόγια, με τις πράξεις και γενικά με τη συμπεριφορά μου προκαλώ το κοινό αίσθημα περί ηθικής και ευπρέπειας· σκανδαλίζω: Aυτά που έλεγε με σόκαραν τρομερά. Ήθελε να μας σοκάρει με το έξαλλο ντύσιμό του. Σοκαρίστηκα όταν την άκουσα να βρίζει. Ήταν φανερά σοκαρισμένος, όταν τον συνάντησα. || νιώθω έντονη και δυσάρεστη έκπληξη ή απώθηση: Σοκαρίστηκα όταν αρνήθηκε την πρόσκλησή μου. Aισθάνθηκα σοκαρισμένος στη θέα του αίματος. Πάντα με σοκάρει η βία.
[σοκ -άρω (πρβ. γαλλ. choquer)]