Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σοκάκι το [sokáki] Ο44 : πολύ στενός και μικρός δρόμος. (έκφρ.) πήρε τα σοκάκια, πήρε τους δρόμους.
[τουρκ. sokak -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σοκακιάρης ο [sokakáris] Ο11 θηλ. σοκακιάρα [sokakára] Ο25α : (προφ.) ως χαρακτηρισμός ανθρώπου που του αρέσει να περιφέρεται στους δρόμους.
[σοκάκ(ι) -ιάρης· σοκακιάρ(ης) -α]