Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σοδιάζω [soδjázo] -ομαι Ρ2.1 : συγκεντρώνω και αποθηκεύω τη γεωργική παραγωγή μιας δεδομένης χρονικής περιόδου.
[μσν. σοδιάζω < εσοδιάζω < εσοδ(εία) -ιάζω (δες στο σοδειά)]