Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σοβεί [soví] Ρ10.9α (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) για κτ. δυσάρεστο που βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση, για κτ. το οποίο υποβόσκει: Kυβερνητική κρίση ~ στη χώρα μας.
[λόγ. γ' εν. < αρχ. σοβῶ `προχωρώ γρήγο ρα, με νευρικότητα΄]