Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σοβατίζω [sovatízo] -ομαι & σοβαντίζω [sovadízo] -ομαι Ρ2.1 : επιχρίω με σοβά την επιφάνεια ενός τοίχου.
[τουρκ. sovad(ι)- αόρ. του sovar -ίζω ( [d > t] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.)]