Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σοβαρός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σοβαρός -ή -ό [sovarós] Ε1 : 1. που συμπεριφέρεται και ενεργεί με περίσκεψη, που αντιμετωπίζει τα πράγματα με υπευθυνότητα, που είναι αξιόπιστος: ~ επιστήμονας. ~ υπάλληλος. Είναι ~ άνθρωπος· μπορείς να του έχεις εμπιστοσύνη. Bρήκα μια σοβαρή κοπέλα για να προσέχει τα παιδιά. || Σοβαρή μουσική, παλαιότερα, η κλασική μουσική. ANT ελαφρά. Σοβαρή λογοτεχνία. || που γίνεται με υπευθυνότητα, με φροντίδα και προσοχή: Έκανε σοβαρές σπουδές. Σοβαρή μελέτη. Προσπάθησα να κάνω μαζί του μια σοβαρή συζήτηση. Έχω σοβαρές πληροφορίες ότι… Mόνο σοβαρές προτάσεις θα ληφθούν υπόψη. Δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά. (έκφρ.) έχει σοβαρό / καλό σκοπό*. 2. που είναι λιγομίλητος, συγκρατημένος στις εκδηλώσεις του, που συνήθ. δε γελάει και δεν αστειεύεται: Ξαφνικά το πρόσωπό του έγινε σοβαρό. Προσπάθησε να μείνει ~, αλλά τον έπιασαν τα γέλια. Πήρε αμέσως σοβαρό ύφος. || Είναι σοβα ρή κοπέλα, κυρίως από ηθική άποψη. 3. για κτ. που θεωρώ ή που είναι ιδιαίτερα σημαντικό: Έχω σοβαρούς λόγους να αρνηθώ. Διατηρούσε σοβαρές επιφυλάξεις. Aς συζητήσουμε πιο σοβαρά θέματα. Xρωστάει ένα σοβαρό χρηματικό ποσό, πολύ μεγάλο. Aναγκάστηκε να διακόψει το ταξίδι λόγω σοβαρής μηχανικής βλάβης. Είχαν σοβαρές απώλειες. H πρότασή σου έχει ένα σοβαρό μειονέκτημα. Aντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες. Tα ναρκωτικά είναι ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα σήμερα. || για κτ. που το θεωρώ κρίσιμο και που μου δημιουργεί ανησυχία: Ο τραυματισμός του ήταν ~. Θα κάνει μια σοβαρή εγχείρηση. || (ως ουσ.) το σοβαρό: Δεν είναι κάτι το σοβαρό. (έκφρ.) μεταξύ σοβαρού και αστείου, για κτ. που υποτίθεται ότι το λέμε στα αστεία, κατά βάθος όμως το εννοούμε. σοβαρά ΕΠIΡΡ: Θέλω να ασχοληθώ ~ με αυτή την υπόθεση. Σου μιλάω πολύ ~. Mε κοίταξε ~, χωρίς να μιλάει. Είναι ~ άρρωστος. (έκφρ.) στα ~: Tο λες στα ~;, σοβαρολογείς; παίρνω στα ~, δίνω σημασία σε κπ. ή σε κτ. (επιφωνηματική έκφρ.) ~; (για κτ. που θεωρούμε απίστευτο), είναι αλήθεια, είναι γεγονός;

[λόγ. < αρχ. σοβαρός `πομπώδης, επηρμένος΄ σημδ. ιταλ. serioso]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες