Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σοβαρεύω [sovarévo] -ομαι Ρ5.2 : 1. ενεργώ ή συμπεριφέρομαι με ωριμότητα και υπευθυνότητα: Mεγάλωσε και σοβάρεψε. Πότε θα σοβαρευτείς εσύ; || παύω να αστειεύομαι, παίρνω σοβαρό ύφος και αντιμετωπίζω πια τα πράγματα με σοβαρότητα: Ξαφνικά σοβαρεύτηκε. Για να σοβαρευτούμε
Πρέπει να σοβαρευτούμε. 2. (ενεργ.) για κτ. που θεωρούμε ότι είναι κρίσιμο, ότι εγκυμονεί κινδύνους: H κατάσταση σοβάρεψε πολύ.
[λόγ. ενεργ. < ελνστ. σοβαρεύομαι `έχω ύφος΄ κατά την αλλ. της σημ. του σοβαρός]