Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σοβάς ο [sovás] Ο1 : αμμοκονίαμα για την επίχριση των τοίχων: Xοντρός ~, το πρώτο στρώμα σοβά από χοντρόκοκκη άμμο. Ψιλός ~, το δεύτερο στρώμα σοβά από λεπτόκοκκη άμμο.
[τουρκ. sova (& suva) -ς]