Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σμιχτοφρύδης ο [zmixtofríδis] Ο11 θηλ. σμιχτοφρύδα [zmixtofríδa] Ο25α : αυτός που έχει σμιχτά φρύδια.
[σμιχτ(ός) -ο- + φρύδ(ι) -ης· σμιχτοφρύ δ(ης) -α]