Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σμικρύνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σμικρύνω [zmikríno] -ομαι Ρ8.2 : κάνω σμίκρυνση· μικραίνω υπό κλίμακα τις διαστάσεις σχεδίων και φωτογραφιών.

[λόγ. < ελνστ. σμικρύνω `μικραίνω κτ.΄ κατά τη σημ. της λ. σμίκρυνση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες