Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σμηνίτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σμηνίτης ο [zminítis] Ο10 : (στρατ.) οπλίτης της πολεμικής αεροπορίας.

[λόγ. σμήν(ος) -ίτης κατά το οπλίτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες