Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σμαλτώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σμαλτώνω [zmaltóno] Ρ1α μππ. σμαλτωμένος : καλύπτω, επιχρίω με σμάλτο.

[σμάλτ(ο) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες