Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σμάρι το [zmári] Ο44 : 1. το καινούριο σμήνος των μελισσών που εγκαταλείπει την κυψέλη με τη νέα βασίλισσα. || (επέκτ.): Ένα ~ πουλιά. Σμάρια οι γλάροι πετούσαν πάνω από τα βράχια. 2. (μτφ., λογοτ.) ομάδα νεαρών, ζωηρή και πολύβουη: Ένα ~ παιδιά έπαιζαν στο δρόμο.
[μσν. σμάρι < *εσμάριον υποκορ. του αρχ. ἑσμός]