Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σμάλτο το [zmálto] Ο39 : 1. υαλώδες επίχρισμα σε σκεύη, μικροαντικείμενα ή κοσμήματα, με το οποίο τους δίνεται λάμψη και χρώμα. 2. λευκή και σκληρή ουσία των δοντιών: Οδοντόκρεμα που προστατεύει το ~ των δοντιών.
[ιταλ. smalto (από τα παλ. γερμ.)]