Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σλοβενικός -ή -ό [slovenikós] Ε1 & σλοβένικος -η -ο [slovénikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Σλοβενία ή στους Σλοβένους ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Σλοβενική κυβέρνηση / γλώσσα. Σλοβενι κά προϊόντα. || (ως ουσ.) η σλοβενική, τα σλοβενικά, τα σλοβένικα, η σλοβενική γλώσσα.
σλοβενικά & σλοβένικα ΕΠIΡΡ σε σλοβενική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~. [λόγ. Σλοβεν(ία) -ικός < γερμ. Slowen(ien) -ία < παλ. σλαβ. Slovĕne· σλοβεν(ικός) -ικος]