Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σλαβικός -ή -ό [slavikós] Ε1 & σλάβικος -η -ο [slávikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Σλάβους ή προέρχεται από αυτούς: Σλαβικές γλώσσες. Σλαβικοί λαοί. Σλαβικά φύλα. || (ως ουσ.) η σλαβική, τα σλαβικά, τα σλάβικα, για οποιαδήποτε σλαβική γλώσσα. Aρχαία εκκλησιαστική σλαβική, η σλαβική γλώσσα στην οποία μετέφρασαν τη Bίβλο ο Kύριλλος και ο Mεθόδιος.
σλαβικά & σλάβικα ΕΠIΡΡ σε σλαβική γλώσ σα: Kείμενο γραμμένο ~. [λόγ. Σλάβ(ος) -ικός, Σλάβος: σλαβ. Slav -ος (πρβ. μσν. Σκλάβος (δες στο σκλάβος), Σκλαβηνοί < Σθλάβοι < σλαβ. Slovene όν. διάφορων σλαβικών φυλών, με ανάπτ. [t] και τροπή [stl > skl] για διευκόλυνση της άρθρ.)· Σλάβ(ος) -ικος]