Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σλαβικός -ή -ό [slavikós] Ε1 & σλάβικος -η -ο [slávikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Σλάβους ή προέρχεται από αυτούς: Σλαβικές γλώσσες. Σλαβικοί λαοί. Σλαβικά φύλα. || (ως ουσ.) η σλαβική, τα σλαβικά, τα σλάβικα, για οποιαδήποτε σλαβική γλώσσα. Aρχαία εκκλησιαστική σλαβική, η σλαβική γλώσσα στην οποία μετέφρασαν τη Bίβλο ο Kύριλλος και ο Mεθόδιος.
σλαβικά & σλάβικα ΕΠIΡΡ σε σλαβική γλώσ σα: Kείμενο γραμμένο ~. [λόγ. Σλάβ(ος) -ικός, Σλάβος: σλαβ. Slav -ος (πρβ. μσν. Σκλάβος (δες στο σκλάβος), Σκλαβηνοί < Σθλάβοι < σλαβ. Slovene όν. διάφορων σλαβικών φυλών, με ανάπτ. [t] και τροπή [stl > skl] για διευκόλυνση της άρθρ.)· Σλάβ(ος) -ικος]
- σλαβόφιλος -η -ο [slavófilos] Ε5 : που συμπαθεί τους σλαβικούς λαούς και υποστηρίζει την πολιτική ή τα συμφέροντά τους.
[λόγ. Σλάβ(ος δες στο σλαβικός) -ο- + -φιλος]
- σλαβόφωνος -η -ο [slavófonos] Ε5 : 1. που μιλά τη σλαβική γλώσσα: Σλαβόφωνοι πληθυσμοί. || για τόπο που κατοικείται από σλαβόφωνους: Σλαβόφωνα χωριά. 2. που είναι γραμμένος ή διατυπωμένος σε σλαβική γλώσσα: Σλαβόφωνη επιγραφή.
[λόγ. Σλάβ(ος δες στο σλαβικός) -ο- + -φωνος]
- σλάιντς το [sláids] & σλάιντ το [sláid] Ο (άκλ.) : φωτογραφική διαφάνεια προστατευμένη συνήθ. από μικρό πλαίσιο για προβολή: Tην ομιλία θα ακολουθήσει προβολή ~.
[λόγ. < αγγλ. slides πληθ. του slide]
- σλάλομ το [slálom] Ο (άκλ.) : τεχνική κάθοδος του σκιέρ που γίνεται με γωνιώδεις ελιγμούς μέσα από ένα διάδρομο ο οποίος οριοθετείται από εύκαμπτους πασσαλίσκους.
[λόγ. < αγγλ. slalom < νορβηγικό slalom]
- σλιπ το [slíp] Ο (άκλ.) : ανδρικό εσώρουχο, είδος κοντού και εφαρμοστού σώβρακου.
σλιπάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < γαλλ. slip < αγγλ. slip-on]
- σλίπιν μπαγκ το [slípin bág] Ο (άκλ.) : είδος παπλώματος ραμμένο σε μορφή σάκου· υπνόσακος.
[λόγ. < αγγλ. sleeping bag]
- σλοβακικός -ή -ό [slovakikós] Ε1 & σλοβάκικος -η -ο [slovákikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Σλοβακία ή στους Σλοβάκους ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Σλοβακική κυβέρνηση / γλώσσα. Σλοβακικά προϊόντα. || (ως ουσ.) η σλοβακική, τα σλοβακικά, τα σλοβάκικα, η σλοβακική γλώσσα.
σλοβακικά & σλοβάκικα ΕΠIΡΡ σε σλοβακική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~. [λόγ. Σλοβακ(ία) -ικός < γερμ. Slowak(ei) -ία < σλαβ. Slovák· σλοβακ(ικός) -ικος]
- σλοβενικός -ή -ό [slovenikós] Ε1 & σλοβένικος -η -ο [slovénikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Σλοβενία ή στους Σλοβένους ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Σλοβενική κυβέρνηση / γλώσσα. Σλοβενι κά προϊόντα. || (ως ουσ.) η σλοβενική, τα σλοβενικά, τα σλοβένικα, η σλοβενική γλώσσα.
σλοβενικά & σλοβένικα ΕΠIΡΡ σε σλοβενική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~. [λόγ. Σλοβεν(ία) -ικός < γερμ. Slowen(ien) -ία < παλ. σλαβ. Slovĕne· σλοβεν(ικός) -ικος]
- σλόγκαν το [slógan] Ο (άκλ.) : μήνυμα κυρίως εμπορικό, αλλά και πολιτικό, διατυπωμένο με συντομία και παραστατικότητα, ώστε να τραβάει την προσοχή του ακροατή και να αποτυπώνεται στη μνήμη: Πετυχημένο διαφημιστικό ~.
[λόγ. < αγγλ. slogan]