Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκύρο το [skíro] Ο39 : (τεχν.) μικρό κομμάτι πέτρας που προέρχεται από τεχνητό τεμαχισμό στερεών πετρωμάτων· χαλίκιβ.
[λόγ. < ελνστ. σκύρος ὁ μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκυρόδεμα το [skiróδema] Ο49 : οικοδομικό υλικό από σκύρα, άμμο, τσιμέντο και νερό· το μπετόν: Επιχείρηση σκυροδέματος. Οπλισμένο ή σιδηροπαγές ~, το μπετόν αρμέ.
[λόγ. σκύρ(ον) -ο- + δέμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκυρόστρωση η [skiróstrosi] Ο33 : η επίστρωση δρόμου με σκύρα.
[λόγ. σκύρ(ον) -ο- + στρώ(σις) -ση]