Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκότωμα το [skótoma] Ο49 : (οικ.) 1. η ενέργεια του σκοτώνω, κυρίως σε εκφράσεις, για να δηλώσουμε την αυστηρή, σκληρή τιμωρία: ~ θέλει ο κακούργος / ο παλιάνθρωπος! ~ θέλεις!, χαϊδευτικά απειλητικό. ΦΡ το ~ της ώρας, η απασχόληση με ασήμαντα πράγματα απλώς και μόνο για να περάσει η ώρα. 2. (μτφ.) εξαιρετικά κουραστική δουλειά, μεγάλη ταλαιπωρία: Είναι ~ το νυχτερινό ωράριο. Ήτανε ~ για μας η μετακόμιση. 3. (έκφρ.) για ~, σε περίπτωση εκποίησης, ξεπουλήματος: Έχει ένα χρυσό ρολόι για ~.
[σκοτώ(νω) -μα (διαφ. το ελνστ. σκότωμα `σκοτοδίνη΄)]