Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκότος το [skótos] Ο46α : (λόγ.) το σκοτάδι: ~ και έρεβος, βαθύ και απόλυτο σκοτάδι. (έκφρ.) ο άρχοντας του σκότους, ο Διάβολος, σε αντίθεση προς το φως του Θεού.
[λόγ. < αρχ. σκότος ὁ, τό]