Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκόρος ο [skóros] Ο18 : μικρό έντομο που τρέφεται με μάλλινες ίνες και προξενεί καταστροφές στα μάλλινα υφάσματα.
[μσν. σκόρος < αρχ. κόρ(ις) `κοριός΄ μεταπλ. -ος κατά τα άλλα αρσ., με ανάπτ. προτακτ. [s] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tus-ko > tusko > tus-sko] ]