Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκόρδο το [skórδo] Ο39 : βολβώδες φυτό με εξαιρετικά έντονη και πικάντικη μυρωδιά, καθώς και ο αποξηραμένος βολβός του: Φρέσκα σκόρδα. Ένα κεφάλι / μια σκελίδα σκόρδο. ΦΡ σκόρδα! ή σκόρδα στα μάτια σου!, επιφώνημα για την αποτροπή της βασκανίας. ΠAΡ Aραιά* τα σκόρδα να χοντραίνουν.
σκορδάκι το YΠΟKΟΡ. [ελνστ. σκόρδον < αρχ. σκόροδον (ανομ. αποβ. του μεσαίου [o] )]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκορδοκαΐλα η [skorδokaíla] Ο25α : (προφ.) ως έκφραση περιφρονητικής αδιαφορίας, σκασίλα: Είχα μια ~! ~ μου!
[σκόρδ(ο) -ο- + καΐλα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκορδόξιδο το [skorδóksiδo] Ο41 : κοπανισμένο σκόρδο ανακατεμένο με ξίδι· σκορδοστούμπι1.
[σκόρδ(ο) -ο- + ξίδ(ι) -ο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκορδόπιστη η [skorδópisti] Ο32 αρσ. σκορδόπιστος [skorδópistos] Ο20 : (λαϊκ.) για ερωμένη που δεν είναι και τόσο πιστή, που δεν μπορείς να της έχεις απόλυτη εμπιστοσύνη.
[σκόρδ(ο) -ο- + πιστ(ός) -η· σκορδόπι στ(η) -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκορδοστούμπι το [skorδostúmbi] Ο44 : 1. σκορδόξιδο. 2. είδος φαγητού με κρέας και σκόρδα.
[σκόρδ(ο) -ο- + στουμπ(ώνω) -ι (αναδρ. σχημ.)]