Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκόπιμος -η -ο [skópimos] Ε5 : που γίνεται από πρόθεση για να εξυπηρετήσει ένα συγκεκριμένο σκοπό, μερικές φορές κατά παράβαση ή παράλειψη αποδεκτών ή δεδομένων διαδικασιών: Σκόπιμη ενέργεια. Σκόπιμο ψέμα. H απουσία του από τη συνεδρίαση ήταν σκόπιμη. || (είναι) σκόπιμο να
, πρέπει, ενδείκνυται: Είναι σκόπιμο να τον βρεις και να του μιλήσεις. Είναι σκόπιμο να διακινδυνεύσουμε; Δεν το θεωρώ σκόπιμο να συναντηθείτε.
σκόπιμα & (λόγ.) σκοπίμως ΕΠIΡΡ: ~ δεν πήγα να τον συναντήσω. [λόγ. < ελνστ. σκόπιμος `κατάλληλος για ένα σκοπό΄· λόγ. σκόπιμ(ος) -ως]