Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκόπευση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκόπευση η [skópefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σκοπεύω.

[λόγ. < ελνστ. σκόπευ(σις) `κατόπτευση΄ -ση κατά τη σημ. του σκοπεύω 1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες