Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκόντο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκόντο το [skóndo] Ο39 : (οικ.) μείωση της τιμής ενός εμπορεύματος κατά την αγοραπωλησία· έκπτωση: Mας έκανε ~. Tο πήρα με ~.

[ιταλ. sconto]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες