Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκωπτικός -ή -ό [skoptikós] Ε1 : που πειράζει με αστεϊσμούς, που κοροϊδεύει: Aντιμετώπισε τις κατηγορίες με σκωπτική διάθεση.
σκωπτικά & σκωπτικώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. σκωπτικός· λόγ. < ελνστ. σκωπτικῶς]