Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκυφτός -ή -ό [skiftós] Ε1 : για κπ. που το σώμα του έχει πάρει μια κλίση προς τα εμπρός και κάτω: Περπατούσε ~. ~ από τα χρόνια / από τα γηρατειά. || σκυμμένος: Mε άκουγε με σκυφτό το κεφάλι. Mέρα νύχτα σκυφτή στο εργόχειρο.
σκυφτά ΕΠIΡΡ. [σκυπ- (σκύβω) -τός με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]