Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκυλιάζω [ski
ázo] Ρ2.1α μππ. σκυλιασμένος : (οικ.) εξοργίζομαι: Σκύλιασε από το κακό του. || θυμώνω πάρα πολύ, κάνω κπ. να εξοργιστεί, να θυμώσει πολύ: Tον σκύλιασες με την άρνησή σου. [μσν. σκυλιάζω < σκύλ(ος) -ιάζω]