Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκούφος ο [skúfos] Ο18 : πλεκτό συνήθ. κάλυμμα του κεφαλιού, χωρίς γείσο, που εφαρμόζει ακριβώς στο κεφάλι και το προστατεύει συνήθ. από το κρύο: Φρυγικός* ~.
σκουφάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρός σκούφος. 2. ~ του μπάνιου, ελαστικό κάλυμμα του κεφαλιού που προστατεύει τα μαλλιά στη θάλασσα ή στην πισίνα. [σκουφ(ί) μεγεθ. -ος]