Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκούφια η [skúfxa] Ο25α : ο σκούφος. ΦΡ (δεν ξέρω) από πού κρατάει / βαστάει η ~ του, δεν ξέρω την καταγωγή του και γενικότερα δεν ξέρω τίποτε για το παρελθόν του. πετάω τη ~ μου για κτ., συμμετέχω με ενθουσιασμό. βάζω / φοράω τη ~ μου στραβά*. βγάλε τη ~ σου και βάρα με, (μη) με κατηγορείς για ό,τι και εσύ ο ίδιος κάνεις.
σκουφίτσα η YΠΟKΟΡ. [παλ. ιταλ. scuffia ή βεν. scufia (πρβ. μσν. σκουφία)· σκούφ(ια) -ίτσα]